συμπληρωτικός

συμπληρωτικός
-ή, -ό / συμπληρωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συμπληρῶ]
κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον άλλο («κοινωνοῡντα τοῡ εἶναι, οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς ἀλλήλων οὐσίας», Λεόντ. Βυζ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί συμφόρηση («συμπληρωτικὸν τὸ καστόριον», Σωρ.). Επίρ. συμπληρωτικῶς Α
με τρόπο συμπληρωτικό, έτσι που να ολοκληρώνεται κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμπληρωτικός — able to complete masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικά — συμπληρωτικός able to complete neut nom/voc/acc pl συμπληρωτικά̱ , συμπληρωτικός able to complete fem nom/voc/acc dual συμπληρωτικά̱ , συμπληρωτικός able to complete fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικῶν — συμπληρωτικός able to complete fem gen pl συμπληρωτικός able to complete masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικόν — συμπληρωτικός able to complete masc acc sg συμπληρωτικός able to complete neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικαί — συμπληρωτικός able to complete fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικοῖς — συμπληρωτικός able to complete masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικοί — συμπληρωτικός able to complete masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικοῦ — συμπληρωτικός able to complete masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικῆς — συμπληρωτικός able to complete fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρωτικῇ — συμπληρωτικός able to complete fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”